μηδενισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μηδενισμός οι μηδενισμοί
      γενική του μηδενισμού των μηδενισμών
    αιτιατική τον μηδενισμό τους μηδενισμούς
     κλητική μηδενισμέ μηδενισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μηδενισμός
1, 2 < μηδενίζ(ω) + -μός
3 < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική nihilisme < λατινική nihil (μηδέν) + -isme (-ισμός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mi.ðe.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μη‐δε‐νι‐σμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μηδενισμός αρσενικό

  1. (μαθηματικά) η αναγωγή στο μηδέν
  2. η βαθμολόγηση του γραπτού ενός μαθητή με μηδέν
  3. (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία δεν υπάρχει μια απόλυτη πραγματικότητα και κάτι που αντιλαμβανόμαστε μέσω των αισθήσεων δεν έχει φυσική υπόσταση που φτάνει στα όρια του σκεπτικισμού ή του αγνωστικισμού
     συνώνυμα: : νιχιλισμός
  4. (φιλοσοφία) η θεωρία σύμφωνα με την οποία αρνούνται οι παραδεδεγμένες αξίες
  5. (πολιτική) πολιτική θεωρία που επιδιώκει την καταστροφή κάθε θρησκευτικού, κοινωνικού, πολιτικού οργάνου
  6. η επαναστατική κίνηση της ρωσικής ιντελιγκέντσιας που εκδηλώθηκε γύρω στο 1860, αρνούμενη τις αξίες της προηγούμενης γενιάς, με σκοπό την ανατροπή της τσαρικής εξουσίας και την αναδόμηση της κοινωνίας με τρομοκρατικές μεθόδους

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]