λευχαιμία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- λευχαιμία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
λευχαιμία θηλυκό
- νεοπλασματική ασθένεια του αίματος που εκδηλώνεται με πολύ μεγάλο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, τα οποία στρέφονται κατά του οργανισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
λευχαιμία