βάρκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βάρκα οι βάρκες
      γενική της βάρκας των βαρκών
    αιτιατική τη βάρκα τις βάρκες
     κλητική βάρκα βάρκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Βάρκα με κουπιά.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βάρκα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική βάρκα < υστερολατινική barca < λατινική baris < αρχαία ελληνική βᾶρις (αντιδάνειο) < αρχαία αιγυπτιακή bꜣjr (bair)[1]
bbAAy
r Z1
P1

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈvaɾ.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βάρ‐κα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βάρκα θηλυκό

  1. (μέσο μεταφορών, ναυπηγικός όρος) μικρό θαλάσσιο σκάφος, ξύλινο, μεταλλικό, ή πλαστικό, με κοίλη κατασκευή που κινείται με κουπιά, ή πανιά (ιστία) ή με φερόμενη μικρή εξωλέμβια μηχανή
  2. (παιχνίδι) παιδικό ομαδικό παιχνίδι

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • την κάτσαμε τη βάρκα: για περιπτώσεις που κάτι πήγε στραβά και δεν πέτυχε, συνήθως όταν υπάρχουν και δυσάρεστες συνέπειες

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Paulys Realencyclopädie der classischen Altertumswissenschaft, Baris