αυθεντία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αυθεντία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή αὐθεντία (απόλυτη εξουσία), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική autorité[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.fθenˈdi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐θε‐ντί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αυθεντία θηλυκό
- η ιδιότητα αδιαμφισβήτητου κύρους
- το άτομο που οι γνώσεις του σε έναν συγκεκριμένο τομέα εκτιμώνται εξαιρετικά και συνεπώς δεν αμφισβητείται από κανέναν η γνώμη του
- ↪ αυτός είναι αυθεντία στα μαθηματικά
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αὐθέντης και αφέντης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αυθεντία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)